τσίτσιδος

τσίτσιδος
-η, -ο, Ν [τσιτσίδι]
ολόγυμνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσίτσιδος — η, ο τελείως γυμνός, ολόγυμνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιτσίδι — Ν επίρρ. 1. χωρίς κανένα ρούχο, εντελώς γυμνός 2. ως επίθ. τσίτσιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιτσί + υποκορ. κατάλ. ίδι (πρβλ. μουσκ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • κατάγυμνος — η, ο ολόγυμνος, τσίτσιδος: Τον συνέλαβε η αστυνομία, γιατί έκανε μπάνιο κατάγυμνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολόγυμνος — η, ο ο κατάγυμνος, τσίτσιδος: Τους κλέψανε τα ρούχα και βγήκαν απ τη θάλασσα ολόγυμνοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”